Η Τσαριτσάνη

Χτισμένη στους πρόποδες του   Ολύμπου , δίπλα στην  Ελασσόνα, η Τσαριτσάνη αποτελεί Δημοτικό Διαμέρισμα του Καλλικτρατικου δήμου Ελασσόνας.

Ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου (1675) με τις παλαιές τοιχογραφίες παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως επίσης και το Μετέωρο της Περραιβίας αλλά και το παρεκκλήσι Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.

Μεγάλη ήταν η συμβολη της Τσαριτσανης στην Εθνική Αντίσταση. Απο την Τσαριτσάνη ξεκινησε τον Φεβρουαριο του 1942 η πρωτη ανταρτικη ομαδα της Θεσσαλιας, που αποτελούνταν από τους:

  • Νίκο Ξινό, ο οποίος αργότερα έγινε καπετάνιος της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο Σμόλικας.
  • Λευτέρη Παπαστεργίου
  • Βασίλειο Λαινα
  • Μήτσιο Πάπας
  • Αντώνιο Καραμήτσιο
  • Ξενοφών Παπανικολάου
  • Βασίλειο Οικονόμου,
  • Θωμά Καψάλη
  • Κώστα Κηπουρό
  • Νίκο Μπάλαλα

Λόγω της συμβολής της Τσαριτσάνης στην Αντίσταση, πυρπολήθηκε απο ιταλικά στρατεύματα στις 12 Μαρτίου 1943 και 45 κάτοικοί της εκτελέστηκαν. Στις 20 Αυγούστου 1944 Γερμανοί στρατιώτες εκτέλεσαν 7 κατοίκους του χωριού

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ «ΤΣΑΡΙΤΣΑΝΗ»

Σαν προφορά του τοπωνυμίου ΤΣΑΡΙΤΣΑΝΗ, κατά τη Δημώδη έκφραση έτυχε πολλών παραφθορών που στο διάβα των αιώνων αναφέρεται μάλιστα και σε επίσημα κρατικά και εκκλησιαστικά έγγραφα. Έτσι την βρίσκουμε σαν:

Τσαριτσάνη- Τσαρίτσανη

Τσαριτσάνα- Τσαρίτσανα

Τσιαρίτσιανη- Τσαρίτσιανα

Τζαριτζάνη- Τσαρίτζαινα

Τσαρίτζανη- Τσιαρίτσιανη

Στους αρχαίους χρόνους όπως αναφέρεται στον Όμηρο, ολόκληρη η περιοχή λέγονταν Ηλώνη και κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους Λειβώνη. Σε πολλά έγγραφα του 1 7ου και 18ου αιώνα την βρίσκουμε σαν Σαρίτσιανη. Οι Τούρκοι για αρκετό διάστημα την αποκαλούσαν Τζάρι-Τζένη. Τζάρι λέγεται το ύφασμα που καλύπτει το κεφάλι (Μανδήλι) και Τζένη, το χαϊδευτικό, νόστιμο, μικρό, αγαπητό. Την αποκαλούσαν έτσι για τη μεγάλη παραγωγή πολύχρωμων μαντηλιών και υφασμάτων, ιδίως κατά τον 18ο αιώνα από τον Σ/νσμο Τσιριτσάνης. Επίσης οι Τούρκοι πάλι την αποκαλούσαν Κλίσαρι που σημαίνει Πόλη με πολλές Εκκλησίες - Εκκλησιούπολη, Στη λέξη αυτή πρό­σθεταν και την πρόθεση Αλτιν-Κλισάρι που σημαίνει Χρυσή Εκκλησούπολη. Στο Χρυσόβουλο της Ιεράς Μονής Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας που έγινε με Αυτοκράτορα του Βυζαντίου τον Ανδρόνικο τον Β' (1296) της δυναστείας Κομνηνών αναφέρεται σαν Σταρίστα ή Σταρίτα. Ετσι την αποκαλούσαν οι Βούλγαροι στα περισσότερα έγγραφα τους της εποχής εκείνης. Την περί­πτωση αυτή ανακοίνωσε πρώτος ύστερα από ερευνά του ο Τοαριτσανιώτης φιλόλογος - Γυμνασιάρχης Αναστάσιος Τσούφης. Αργότερα τη συναντούμε και σαν Σταρίτσανη. Νεώτερες γλωσσολογικές και τοπωνυμιολογικές έρευνες, αποφαίνονται πως η λέξη Τσαριτσάνη, όπως επικράτησε να αποκα­λείται τις τελευταίες δεκαετίες, είναι λέξη Σλαβική και θα πει Βασιλικό χωριό - Βασιλούπολη.

 

Kωνσταντίνος Oικονόμος ο εξ Oικονόμων (1780-1857)

OIKONOMOS

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, επιφανής κληρικός, γεννήθηκε στην Τσαριτσάνη και διακρίθηκε κατά την προεπαναστατική και μετεπαναστατική περίοδο. Ο πατέρας του ήταν λόγιος παπαδάσκαλος και ο πρώτος που του δίδαξε την Ελληνική γλώσσα, τα λατινικά και την Αγία Γραφή. Η μεγάλη φιλομάθειά του και το ενδιαφέρον του για τα γράμματα, ανάγκασαν τους γονείς του να τον στείλουν για περαιτέρω μάθηση στην ξακουστή και ακμάζουσα τότε Σχολή των Αμπελακίων, όπου διδάχτηκε, πέραν των άλλων και τη Γαλλική γλώσσα.

Στα είκοσί του χρόνια ο Κωνσταντίνος νυμφεύθηκε, τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε διάκονος και λίγο αργότερα πρεσβύτερος. Το 1805, έλαβε τον τίτλο του Οικονόμου της επισκοπής Ελασσόνας και έκτοτε είναι γνωστός ως "Οικονόμος ο εξ Οικονόμων".

Στην Τσαριτσάνη ο Κωνσταντίνος δεν διακόνησε μόνον ως Ιερέας, αλλά υπηρέτησε και ως δάσκαλος. Με τη διδασκαλία και το ήθος του, αλλά πάνω απ' όλα με την αγάπη του προς την Εκκλησία, την πατρίδα και την ελευθερία φρόντιζε να συντηρεί το εθνικό φρόνημα των μαθητών του και των συμπατριωτών του. Αυτή του η δράση όμως εξόργισε τον Αλή Πασά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Τσαριτσάνη και να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου για δύο χρόνια ασχολήθηκε με το Θείο κήρυγμα. Από εκεί, κλήθηκε από τον Κωνσταντίνο Κούμα στη Σμύρνη όπου και δίδαξε επί μια δεκαετία στο νέο "Φιλολογικό Γυμνάσιο" στο οποίο το 1814 ανέλαβε καθήκοντα σχολάρχη. Με το κλείσιμο του γυμνασίου Σμύρνης το 1819, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη προσκεκλημένος του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, ο οποίος, εκτιμώντας την μέχρι τότε δράση και προσφορά του στο Γένος και την Εκκλησία, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του Έθνους και τον διόρισε ιεροκήρυκα στην Πόλη, δίνοντας του τον μοναδικό τίτλο του "καθολικού ιεροκήρυκας της Μεγάλης Εκκλησίας και πασών των Ορθοδόξων του Ελληνικού Γένους Εκκλησιών". Λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821, φυγαδεύθηκε στη Ρωσία και συγκεκριμένα στην Οδησσό όπου και συνέχισε τα κηρύγματά του για την Εκκλησία και την πατρίδα. Αναγνωρίζοντας την πνευματική του κατάρτιση, η Ακαδημία της Πετρούπολης τον εξέλεξε μέλος της και τον τίμησε δια του μεγάλου ρωσικού παρασήμου και ισόβιας σύνταξης 7000 ρουβλίων. Παράλληλα είχε εκλεγεί αντεπιστέλλον μέλος της ακαδημίας του Βερολίνου.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1834 τέθηκε επικεφαλής της συντηρητικής μερίδας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία προ ολίγου είχε καταστεί αυτοκέφαλος και αγωνίσθηκε εναντίον κάθε φιλελεύθερης εκδήλωσης στα εκκλησιαστικά πράγματα υπερασπιζόμενος την αμετακίνητη προσήλωση στους κανόνες της Ορθοδοξίας. Και στο γλωσσικό ζήτημα, ενώ παλιότερα ήταν οπαδός της κοραϊκής "μέσης οδού", εμφανίστηκε αργότερα οπαδός του αρχαϊσμού και αντιτάχθηκε κατηγορηματικά στην πρόταση του Νεόφυτου Βάμβα να μεταφραστεί η Αγία Γραφή στην ομιλούμενη γλώσσα. Ιδιαίτερα πολέμησε τις απόψεις του δεινού επίσης Θεόκλητου Φαρμακίδου.

Έγραψε εκκλησιαστικά και φιλολογικά έργα τα οποία τον παρουσιάζουν συγγραφέα με σπάνια πολυμάθεια ενώ ο όγκος των συγγραμμάτων του προκαλεί κατάπληξη. Μεταξύ των φιλολογικών του πραγματειών περιλαμβάνονται και τα εξής : "Τέχνη ρητορικής βιβλία τρία", "Γραμματικών ή εγκυκλίων παιδευμάτων βιβλία τέσσερα", "Δοκίμιο περί της πληρεστάτης συγγενείας της σλαβονορωσικής γλώσσας προς την Ελληνική" κ.α. Το 1857 απεβίωσε και ετάφη στο προαύλιο της Ιεράς Μονής Πετράκη, αφήνοντας με τη διαθήκη του σεβαστά χρηματικά ποσά στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, στην Πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και στο Σχολείο της ιδιαίτερης πατρίδας του Τσαριτσάνης.